προσθήκη

προσθήκη
η
προσάρτηση, συμπλήρωμα, αυτό που προσθέτεται: Κάνε μια προσθήκη στο περιθώριο του κειμένου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προσθήκη — addition fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσθήκῃ — προσθήκη addition fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσθήκη — η, ΝΜΑ [προστίθημι] 1. πρόσθεση, προσάρτηση (α. «θα κάνω μία προσθήκη στο κείμενο» β. «ἐν προσθήκης μέρει» με τη μορφή παραρτήματος, Πλάτ. γ. «προσθήκης μοῑραν ἐπέχειν» ήταν είδος προσθήκης, Διον. Αλ.) 2. συμπλήρωση, επαύξηση 3. το μέρος που… …   Dictionary of Greek

  • προσθήκηι — προσθήκῃ , προσθήκη addition fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσθηκῶν — προσθήκη addition fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσθῆκαι — προσθήκη addition fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσθήκαις — προσθήκη addition fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσθήκην — προσθήκη addition fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσθήκης — προσθήκη addition fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απορρυπαντικά — Βιομηχανικά προϊόντα που ανήκουν στην κατηγορία των καθαριστικών μέσων, κύριος αντιπρόσωπος των οποίων υπήρξε για αιώνες το σαπούνι. Μία από τις παλαιότερες χημικές οργανικές αντιδράσεις που εφαρμόστηκαν για την παραγωγή σαπουνιού ήταν η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”